- Αυτή η εκδήλωση έχει τελειώσει.
Αποστολή: Μια ευχή
30 Ιουλίου , 2016
Μια μέρα του Μαγιού, που ήταν γεμάτα τα χωράφια από λουλούδια και τα δέντρα όλα άνοιγαν τα φύλλα, εμπήκεν η κόρη σ’ ένα χωράφι κι αντί να μαζεύει χόρτα, εμάζευε παπαρούνες! Είχε και μια βελόνα και τις έραβε στο φουστάνι της. Εκεί που στολίστηκε, μάτια μου, από πάνω ως κάτω, επέρασαν οι τρεις Μοίρες και , άμα την είδαν, εγέλασαν∙ εγέλασε και η πιο μικρή, που ποτέ της δεν είχε γελάσει. Της λενε λοιπόν οι Μοίρες: – Αφού έκαμες και γέλασε η αδερφή μας, τι να σ’ ευχηθούμε; Αυτά τα λουλούδια που φορείς να γίνουν μπριλλάντια και διαμάντια της είπεν η πρώτη∙ Η δεύτερη της λέει: – Να γίνεις η ωραία του κόσμου, και, όσο μιλείς, ρόδα και τριαντάφυλλα να πέφτουν απ’ το στόμα σου. Της λέει και η τρίτη, η πιο μικρή: – Εσύ που μ’ έκαμες και γέλασα, τώρα θα περάσει ο βασιλιάς, αυτή την ώρα, να σε πάρει γυναίκα του∙ θα χάσει το νου του, που θα σε ιδεί.
Οι παπαρούνες, από τη συλλογή Ελληνικά Παραμύθια, Εκλογή Γ. Α. Μέγα, εικόνες Ράλλη Κοψίδη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1963